- πεντακόρυφος
- και πεντάκορφος, -η, -ο / πεντακόρυφος, -ον, ΝΜαυτός που έχει πέντε κορυφέςμσν.φρ. «τοῡ πεντακορύφου σώματος τής ἐκκλησίας»μτφ. οι πέντε αρχιεπίσκοποι, δηλ. οι πατριάρχες Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + κορυφή / κορφή].
Dictionary of Greek. 2013.